χαός

χαός
Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή (Γένεσις), το πνεύμα του θεού πλανιόταν επάνω από τα σκοτεινά νερά. Στη θρησκευτική ιδεολογία των αρχαίων Ελλήνων αναφέρεται το αβυσσαλέο κενό που υπήρχε πριν από τη δημιουργία του κόσμου (κόσμος = τάξη): αυτό το αντιλαμβάνονταν τόσο ως θεό όσο και ως πρωταρχικό στοιχείο η άμορφη μάζα, που περιλάμβανε τα στοιχεία που έμελλε να αποτελέσουν τον κόσμο (αέρας, νερό, γη και φωτιά), άτακτα ανακατεμένα. Η ιδέα της χαώδους αταξίας γεννήθηκε από την αντιπαραβολή με τον κόσμο που είναι, αντίθετα, κοσμικός, τακτοποιημένος: αν με τον κόσμο δημιουργήθηκε η τάξη, πριν από αυτόν έπρεπε να υπάρχει αταξία. Η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ χαώδους και κοσμικού εκφράστηκε διαφορετικά στις διάφορες θρησκείες είτε με τον μύθο (Ησίοδου, Θεογονία, στ. 116 κ.ε.), είτε με την τελετουργία, με συνήθειες (όργια, γιορτές όπως το καρναβάλι), που δημιουργούν μια προσωρινή κατάσταση αταξίας, μια διατάραξη των παραδεκτών κανόνων, από την οποία θα προέλθει η ιερή αποκατάσταση της τάξης, όπως από το χ. ξεπετάχτηκε μια μέρα ο σημερινός κόσμος.
* * *
-όν, Α
βλ. χάϊος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χάος — chaos nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάος — chaos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • χάος — το ους 1. το άπειρο διάστημα. 2. μεγάλο βάραθρο, άβυσσος. 3. σύγχυση, αταξία: Χάος επικρατεί στους αντιπάλους μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαός — χάιος genuine masc/fem nom sg χαός genuine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάει — χάος chaos neut nom/voc/acc dual (attic epic) χάεϊ , χάος chaos neut dat sg (epic ionic) χάος chaos neut dat sg χάω pres ind mp 2nd sg (epic) χάω pres ind act 3rd sg (epic) χάζομαι cause to retire fut ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάη — χάος chaos neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χάος chaos neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Хаос — (Χάος) у древних греков космогоническое понятие зияющего (от χάσκειν зиять) пространства, существовавшего раньше мироздания: материальным содержанием его были туман и мрак. По учению орфиков, X. и Эфир возникли из безначального времени, причем… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • χάεος — χάος chaos neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάοσι — Χάος chaos dat pl Χάων masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”